- μουτζουλώνω
- μουτζουλώνω (Μ)βλ. μουντζουρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουντζουρώνω — και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) [μουντζούρα] αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση νεοελλ. 1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία 2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα,… … Dictionary of Greek